Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στάφνισμα — τὸ, Α [σταφνίζω] η μέτρηση με τη στάθμη … Dictionary of Greek
στάφνισμα — το αλφάδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)